κεφαλαργία

κεφαλαργία
κεφᾰλ-αργία, , later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136;
A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαργία — κεφαλαργίᾱ , κεφαλαργία give fem nom/voc/acc dual κεφαλαργίᾱ , κεφαλαργία give fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαργία — κεφαλαργία, ἡ (ΑΜ) [κεφαλαργώ] (μτγν. τ. αντί κεφαλαλγία) πόνος τής κεφαλής, κεφαλαλγία …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαργίας — κεφαλαργίᾱς , κεφαλαργία give fem acc pl κεφαλαργίᾱς , κεφαλαργία give fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαργίαν — κεφαλαργίᾱν , κεφαλαργία give fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”